- λευκαίνῃ
- λευκαίνωmake whitepres subj mp 2nd sgλευκαίνωmake whitepres ind mp 2nd sgλευκαίνωmake whitepres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσογραφώ — έω, ΜΑ διακοσμώ με χρυσά γράμματα και σχέδια («ἐὰν λευκαίνῃ τοὺς τοίχους καὶ χρυσογραφῇ τὸν ὄροφον», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γραφῶ (< γράφος*) … Dictionary of Greek